παραμπαίνω

παραμπαίνω
παραμπήκα, παραμπασμένος
1. μπαίνω κάπου πολύ συχνά ή περισσότερο από όσο πρέπει: Παραμπαίνει στο σπίτι σας ο νέος και η γειτονιά άρχισε να κουτσομπολεύει.
2. παρενοχλώ κάποιον: Του παραμπαίνεις του συνεταίρου σου και φοβούμαι πως θα τα χαλάσετε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραμπαίνω — 1. εισέρχομαι, μπαίνω σε έναν χώρο πολύ ή συχνά («τα ζώα του παραμπαίνουν στο χωράφι μου») 2. (για ένδυμα) μικραίνουν πολύ οι διαστάσεις μου μετά από πλύσιμο, στενεύω ή κονταίνω πάρα πολύ («παραμπήκε η μπλούζα από τα πολλά πλυσίματα») 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • παραχώνω — παράχωσα, παραχώθηκα, παραχωμένος 1. σκεπάζω με χώμα, θάβω: Ακόμα βρίσκονται πού και πού παραχωμένες νάρκες. – Σκότωσαν τους άντρες του χωριού και τους παράχωσαν σ ένα λάκκο. 2. χώνω εξαιρετικά μέσα, πολύ βαθιά: Το παράχωσες το καρφί στον τοίχο.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”