- παραμπαίνω
- παραμπήκα, παραμπασμένος1. μπαίνω κάπου πολύ συχνά ή περισσότερο από όσο πρέπει: Παραμπαίνει στο σπίτι σας ο νέος και η γειτονιά άρχισε να κουτσομπολεύει.2. παρενοχλώ κάποιον: Του παραμπαίνεις του συνεταίρου σου και φοβούμαι πως θα τα χαλάσετε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.